διαθρυλώ

διαθρυλώ
(ε) μετ. разглашать, распускать слухи; раструбить (прост.)

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Смотреть что такое "διαθρυλώ" в других словарях:

  • διαθρυλώ — (Α διαθρυλῶ, έω) [θρυλώ] διαφημίζω, διαλαλώ, διατυμπανίζω μσν. παθ. είμαι διάσημος, με περιβάλλει θρύλος αρχ. παθ. διαθρυλοῡμαι α) διαφημίζομαι β) ξεκουφαίνομαι από την αδιάκοπη ομιλία κάποιου …   Dictionary of Greek

  • προδιαθρυλώ — έω, Μ διαθρυλώ, διαλαλώ, διατυμπανίζω κάτι εκ τών προτέρων. [ΕΤΥΜΟΛ. < προ * + διαθρυλῶ «διαφημίζω, διατυμπανίζω»] …   Dictionary of Greek

  • διαθρύλημα — το φημολογία, διάδοση. [ΕΤΥΜΟΛ. < διαθρυλώ. Η λ. διαθρυλήματα μαρτυρείται από το 1893 στην εφημερίδα Εφημερίς] …   Dictionary of Greek

  • διαθρύληση — η η ευρεία διάδοση, ιδίως αδέσποτης φήμης. [ΕΤΥΜΟΛ. < διαθρυλώ. Η λ. διαθρυλήσεις μαρτυρείται από το 1888 στον Στ. Ξένο] …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»